αδελφοσυνοριάζω

αδελφοσυνοριάζω
και αδερφοσυνοριάζω
1. έχω κτήμα που συνορεύει με τα κτήματα τών αδελφών μου
2. ζω αρμονικά με αυτούς που το κτήμα τους ή το σπίτι τους συνορεύει με το δικό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + συνοριάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”